Το βλέμμα των γενεών
Π ολλά στερούνται οι άνθρωποι σήμερα, αδίκως. Τα νέα παιδιά στερούνται το δικαίωμα να ονειρεύονται. Αν ο νέος άνθρωπος πάψει από τόσο νωρίς να ονειρεύεται, να κτίζει δηλαδή ένα ισχυρό φαντασιακό για τον ίδιο και τη ζωή του, τότε θα βυθιστεί αναπόφευκτα στη δίνη της μιζέριας της Ελληνικής πραγματικότητας.
Θα καταντήσει ένα πλάσμα που υπολειτουργεί σε όλες τις εκφάνσεις του ψυχικού και φυσικού του βίου. Και αφού δεν θα βρίσκει τη θέληση για δύναμη και δημιουργία μέσα στον εαυτό του, θα βρει νόημα και ηδονή μέσα στα νοσηρά συναισθήματα του μίσους και της μνησικακίας. Αυτό είναι το μέλλον μας, εννοώντας το μέλλον τούτου του τόπου αφού όλοι εμείς αργά ή γρήγορα θα εκλείψουμε. Μια χώρα φάντασμα, χώρα κατεστραμμένων ονείρων και δουλικών συνειδήσεων.
Φαινομενικά, η κατάσταση μπορεί να δείχνει ελαφρώς καλύτερη για τους γηραιότερους, αν αποδεχθούμε δηλαδή ότι δεν τους αγγίζει τίποτα πέρα απ’ τους εαυτούς τους, πράγμα απίθανο. Είναι όμως έτσι; Κάποιοι προσδοκούν να συνταξιοδοτηθούν γρήγορα, αλλά είναι αμφίβολο το πότε τελικά θα αποζημιωθούν για την εργασία τους.
Όσοι πάλι συνταξιοδοτημένοι βρίσκονται σε προχωρημένη ηλικία και αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας, είδαν να καταπατάται, πέρα από το κατοχυρωμένο δικαίωμά τους στην περίθαλψη και η αξιοπρέπειά τους. Θ’ ακουστεί μελό(δραματικό), αλλά είναι ντροπιαστική η εικόνα του παππού ο οποίος κλαίει ανήμπορος στο ΙΚΑ.
Και τι να πει κανείς για αυτούς που είναι από 30 έως 50 – το πιο παραγωγικό διάστημα της ζωής – και παλεύουν καθημερινά με τους χειρότερους εφιάλτες τους. Ανάμεσά τους, άνθρωποι που την ανεργία την ήξεραν μόνο μέσα από τις ειδήσεις.
Έκαναν οικογένεια, πήραν δάνεια και τώρα τρέχουν και δε φτάνουν. Βέβαια κάποιοι πήγαν γυρεύοντας, κυνηγώντας με νεόπλουτη μανία ένα lifestyle που με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μακροχρόνια. Η κρίση απλώς επίσπευσε την προσγείωση.
Όλες αυτές οι γενιές έχουν ένα τουλάχιστο σημείο τομής. Όταν το βλέμμα τους συναντά τον ορίζοντα, είναι το ίδιο απαισιόδοξο, το ίδιο κουρασμένο, το ίδιο θλιμμένο. Δεν κοιτάζουν με προσμονή αλλά μελαγχολικά, και αναρωτιούνται όταν το φως του ήλιου αχνοφαίνεται το πρωί, τι να τους ξημερώνει.
ΦΙΛΗΒΟΣ
Αναζητώντας τον χαμένο Διάλογο
Αυτός ο οποίος έχει το «προνόμιο» να εκφράζει τις σκέψεις του δημόσια, οφείλει, ανεξαρτήτως της ιδιότητός του, να χαλιναγωγεί κάθε τόσο το ατίθασο «εγώ», εκ φόβου μήπως το καθαρά προσωπικό, υποκειμενικό στοιχείο επιβληθεί κατά τρόπον άνισο σε αυτό που αξιώνει σταθερά ευρύτερη αποδοχή. Ο υποκειμενισμός, λογικά δεν είναι απευκταίος, στο βαθμό που είμαστε διακριτές οντότητες, ζούμε διαφορετικές ζωές και μας απασχολούν άλλα πράγματα. Ωστόσο, η άκρατη μορφή του, διασώζεται μόνο μέσα από την συνείδηση της φύσης του, τον υπολογισμό των κοινών παραμέτρων της συνύπαρξής μας, και φυσικά το κατεξοχήν εργαλείο της θεωρητικής και πρακτικής Δημοκρατίας, το διάλογο. Αναρωτιέμαι σε τι βαθμό θα μπορούσαν να ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις γενικότερα, πόσο μάλλον τώρα, που τα πάντα μοιάζουν εκτραχυμένα. Και αν για τις δύο πρώτες υπάρχει θεραπεία, καθώς επαφίενται λίγο πολύ στη δύναμη της μονάδος, δηλαδή στην πειθαρχία της ατομικής συγκρότησης, η τελευταία δεν υφίσταται χωρίς την ουσιαστική αλληλεπίδραση των έλλογων οντοτήτων. Με άλλα λόγια, διάλογος με έναν δε γίνεται. Μα, για μισό λεπτό, διάλογος γίνεται παντού! Πράγματι, μεταξύ φίλων και γνωστών ή ακόμα και μεταξύ αγνώστων, όταν επικρατούν καλές διαθέσεις, διάλογος διεξάγεται, ενίοτε με γόνιμες προοπτικές. Στη δημόσια ζωή όμως, εκεί όπου τα ζητήματα υποτίθεται πως εισέρχονται σε «δημόσια διαβούλευση», όχι μόνο δεν λαμβάνει χώρα διάλογος, ουσιαστικός και ζωντανός, αλλά επικρατεί ο πιο ανένδοτος, απολυταρχικός και συχνά παράλογος μονόλογος. Είναι η επίφαση του διαλόγου η οποία βιώνεται ως υποτιθέμενη πραγμάτωση του δημοκρατικού ιδεώδους. Είναι όμως πάντα φρόνιμο να προσάπτονται όλα στην κακή προαίρεση των πολιτικών μας εκπροσώπων; Η ακόμα και στην αδιαμφισβήτητη παντοδυναμία των εγχώριων και διεθνών Μ.Μ.Ε., τα οποία διαμορφώνουν την κοινή γνώμη; Αν η νομοθετική-εκτελεστική εξουσία γυρίζει με μιας τη πλάτη στη βούληση των πολλών, με την αμέριστη συμπαράσταση των ομιλουσών κεφαλών, τότε οι πολλοί δεν «αντέχουν» να αρκεστούν αποκλειστικά στην άσκηση του εκλογικού τους δικαιώματος. Αν οι ίδιοι οι πολίτες δεν απαιτήσουν με όποιο τρόπο μπορούν την διεξαγωγή πραγματικού διαλόγου για όλα τα φλέγοντα ζητήματα, τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο.
ΦΙΛΗΒΟΣ