Αργά
- Γράφτηκε από τον/την NewsRoom
Ένα δροσερό αεράκι φυσούσε ευεργετικά, γλύφοντας τα τραύματα μιας δύσκολης ημέρας.
Ξεκινούσε από ψηλά, από τα βουνά και περνούσε γοργά μέσα από τα σπίτια και τους δρόμους της ζεματισμένης πόλης, για να πιάσει θάλασσα και να συνεχίσει από εκεί το ταξίδι του στο άγνωστο. Έτσι ήσυχα, αργά το βράδυ στο μπαλκόνι του σπιτιού. Μικρό μπαλκόνι, μικρό τραπεζάκι, μικρό και το ποτήρι. Αλλά η αγαλλίαση στην ψυχή μεγάλη, όταν έχεις αυτά που χρειάζεσαι, τα απολύτως απαραίτητα που είναι και τα πιο σημαντικά. Τη συντροφιά, τον ροδίτη, άντε και κανά τσιγάρο στα κλεφτά. Και τον αέρα! Χωρίς πνοή δε γίνεται ζωή. Μία εικόνα θαυμάσια και όσα λεπτά μέτρησε εκεί ο καμωμένος χρόνος ήταν λεπτά ευτυχίας. Όμως ένα λοξό βλέμμα στην οθόνη που μόνη της έπαιζε μέσα, στο βάθος του σπιτιού, έδειχνε μίαν άλλη εικόνα. Δεν υπήρχε ευτυχία εκεί, ούτε αέρας, ούτε ζωή. Μόνο πόνος και φωτιά και σκόνη και θάνατος. Μάνες μαυροφορεμένες που κρατούσαν τα νεκρά τους παιδιά στα χέρια και στο βλέμμα τους ζωγραφισμένο ένα ανείπωτο γιατί. Πατεράδες που έτρεχαν αλλόφρονες στους δρόμους και ορκίζονταν εκδίκηση στο θεό. Χαμόσπιτα και πολυκατοικίες ερειπωμένες από βόμβες και πυραύλους. Κορμιά πεταμένα στους δρόμους ακούνητα. Δεν ακούγονταν φωνές, ευτυχώς. Μόνο στην εικόνα υπήρχε ένταση και ήταν αρκετή. Κάποια στιγμή ακούστηκε μία άλλη φωνή που κατάφερε μόνο να ψελλίσει κάτι σαν «κλείσ’ την». Η οθόνη έσβησε αλλά η εικόνα του άδικου πολέμου έμεινε χαραγμένη στο μυαλό. Ήταν αργά. Ήταν αργά για συζήτηση. Ήταν αργά για λέξεις και αναλύσεις. Αργά για εκείνους που έφυγαν από την μανία των παρανοϊκών. Ήταν αργά για τα παιδικά γέλια που δε θα ξανακουστούν πια στη Λωρίδα. Ήταν αργά να αναλογιστούμε το δράμα τους. Ο αέρας τώρα έβγαινε ζεστός από το στήθος, αφήνοντας πίσω του μία στιφή γεύση στα χείλια.
ο Λουκάς και ο Σόλων