Προσδοκώ
- Γράφτηκε από τον/την NewsRoom
Σχεδόν όρμηξε μέσα στην κατάμεστη εκκλησία. Εντελώς τυχαία το βλέμμα μου πλανιόταν εκείνη τη στιγμή κοντά στην πόρτα και έτσι την είδα αμέσως. Ήταν ντυμένη πολύ όμορφα, όπως πάντα. Φορούσε ένα φαρδύ παντελόνι σε μία σκοτεινή απόχρωση του πορφυρού, μπλούζα στο χρώμα του φρεσκοδουλεμένου μπρούντζου και μία εσάρπα με διάφορα ανακατεμένα χρώματα, σαν ουράνιο τόξο που έχει αρχίσει να λιώνει στο αυξανόμενο φως του ήλιου. Κρατούσε και ένα παλτό στα χέρια της αλλά αυτό δεν μπορούσα να το δω καλά, αν και θα πρέπει να ήταν το λιγότερο σπουδαίο επάνω της. Δεν άργησε να με προσέξει. Καθόταν μονάχη στην πόρτα της εκκλησίας και το αεράκι ανέμιζε τα μαλλιά της φτιάχνοντας συνέχεια ακατάστατα σχήματα. Χαιρετηθήκαμε με το βλέμμα ανταλλάζοντας εγκάρδιες ματιές. Ήταν παράξενο, μετά από τόσο καιρό που είχαμε να βρεθούμε, να συναντηθούμε Μεγάλη βδομάδα σε μια εκκλησία. Στα όρια του κινηματογραφικού. Δύο «άπιστοι», κατά τους απόλυτους προσδιορισμούς που έχει επιβάλλει η εποχή και η πολιτική συγκυρία, βρέθηκαν μέσα σε ένα χριστιανικό ναό όχι από χόμπι, ούτε από περιέργεια και βέβαια ούτε από κάποια εθιμοτυπική υποχρέωση, αλλά από ανάγκη. Ανάγκη να ακούσουν λόγια και μελωδίες που πηγαίνουν πίσω στα βάθη των χρόνων. Ανάγκη να παρασυρθούν από την κατανυκτική ατμόσφαιρα της λειτουργίας. Ανάγκη να βυθιστούν στη μυσταγωγία των κινήσεων. Ανάγκη να θυμηθούν τον αρχαιοελληνικό θρήνο και τα παθήματα του Διόνυσου. Ανάγκη να κλάψουν δίπλα στη μάνα που έχασε τον μονάκριβο γιο της και τώρα το μοιρολογάει, στο πιο όμορφο μοιρολόι που γράφτηκε ποτέ. Ανάγκη να βιώσουν τη λύτρωση της απελευθέρωσης από δεσμά που κανείς θνητός δεν μπορεί να γλιτώσει. Μία τέλεια τραγωδία. Ήθελα να μιλήσουμε για όλα αυτά μετά το τέλος, αλλά είχε εξαφανιστεί, χωρίς να πει αντίο. Ίσως όμως για την ώρα να έφταναν τα «λόγια» που ανταλλάξαμε. Αύριο θα επιστρέψω στην ίδια εκκλησία. Προσδοκώ σε αυτό. Αύριο είναι η ανάσταση.
ο Λουκάς και ο Σόλων