Αλήθεια
- Γράφτηκε από τον/την NewsRoom
΄Ηταν κάποτε ένας άνθρωπος, που σε όλη του τη ζωή έψαχνε την Αλήθεια και δεν μπορούσε να τη βρει.
Από μικρό του το είπαν, πως αν έψαχνε πολύ, πως αν έσκαβε βαθιά στην ψυχή του, θα την ανακάλυπτε μια μέρα. ΄Ετσι κι εκείνος, έσκαβε… κι έσκαβε…κι έσκαβε… μα δεν την έβρισκε πουθενά. Ξυπνούσε και αποκοιμιόταν με τούτο τον πόθο, ψάχνοντας και περιμένοντας. Και περνούσαν τα χρόνια, χωρίς να έχει συναντήσει την αλήθεια. Μια μέρα σκέφτηκε, πως η αλήθεια είναι σίγουρα κάτι πολύ σπουδαίο για να το βρει εύκολα. Σίγουρα θα ήταν πολύ μακριά, κάπου στα πέρατα του κόσμου. Μα ποια θάλασσα θα μπορούσε να είναι αρκετά μεγάλη, για να χωρέσει τον καημό, που μάζεψε η ψυχή του τόσα χρόνια; Χωρίς να έχει βρει την αλήθεια; Τέτοιος άγριος πόθος τον κατέκλυσε κι έτσι ξεκίνησε το ταξίδι του. ΄Εφτασε στα πέρατα του κόσμου τούτου. Ταξίδεψε από τον βορρά στο νότο και από την ανατολή στη δύση, μα χωρίς αποτέλεσμα….Πουθενά δεν έβρισκε την αλήθεια…. Αποκαμωμένο τον βρήκε ένα δειλινό σε μια μικρή χώρα κουρασμένο και απελπισμένο, να κάθεται στην ρίζα ενός βουνού, κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς. Ξαφνικά από το εσωτερικό της σπηλιάς, ακούστηκε θόρυβος, κάτι σαν γρύλισμα. Ο άνθρωπος σηκώθηκε και πλησίασε την είσοδο, με σπαθί κοφτερό στο χέρι. Στο λίγο φως που έμπαινε στην είσοδο της σπηλιάς, μπόρεσε να διακρίνει μια σκοτεινή μορφή, που του φάνηκε ότι ανήκε στη γυναίκα. Μπήκε με βήμα αργό στη σπηλιά…Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο πηχτό σκοτάδι, αντίκρισε μια γυναίκα, γριά και αποκρουστική, ρυτιδιασμένη, τριχωτή και βρωμερή τόσο, όσο άλλον άνθρωπο δεν είχε δει στη ζωή του. Εκείνη, ούτε που κινήθηκε από την θέση της, ούτε που τον κοίταξε για λίγα λεπτά. Στο τέλος, σήκωσε το κεφάλι της και κάρφωσε το θολό βλέμμα της κατευθείαν στα μάτια του μέσα. «Τι γυρεύεις;» του είπε με αργή σταθερή φωνή. «Αναζητώ την Αλήθεια» της είπε εκείνος. «Τη βρήκες» του είπε η γριά.» «Εσύ είσαι η Αλήθεια;» της είπε ο άντρας έκπληκτος. «Ναι, εγώ είμαι η αλήθεια» του αντιγύρισε η γριά. «Δεν μπορεί να είσαι εσύ η αλήθεια» της είπε στο τέλος. «Αποκλείεται. Δώσε μου αποδείξεις. Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος;» Τότε η γριά, του έδωσε τις αποδείξεις που ήθελε. Ήξερε τα πάντα γι΄αυτόν ,ποιο ήταν το όνομά του, από πού ερχόταν, του διηγήθηκε ιστορίες και γεγονότα από την ζωή του. Ο άντρας την κοιτούσε αμίλητος και αποσβολωμένος, μα και απογοητευμένος ταυτόχρονα και στο τέλος της είπε. « Είσαι τόσο άσχημη με φρικιαστικό πρόσωπο, ποτέ δεν συνάντησα τίποτα πιο τρομερό από σένα στη ζωή μου. Κι όμως τι περίεργο πράγμα! Όλοι θέλουν να σε γνωρίσουν! Γυρνώντας πίσω όλοι θα με ρωτήσουν αν σε συνάντησα. Θα με ρωτήσουν πως είσαι και πρέπει να τους πω κάτι! Τι να τους πω;» Λίγα λεπτά σιωπής έσκισαν τον αέρα. «Πες τους ψέματα, είπε η Αλήθεια, πες τους ότι είμαι νέα και ωραία και όλοι θα σε πιστέψουν…»
«Η Γυναίκα του Καίσαρα»
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.